- παραδόξουρος
- οζωολ.γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας vivorridae, τών τροπικών δασών τής νοτιοανατολικής Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paradoxurus (< παράδοξος + -ουρος < ουρά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.